Τετάρτη 16 Ιουλίου 2014

ΣΤΗΝ ΕΥΤΥΧΙΑ ΠΕΡΙΣΣΕΥΟΥΝ ΟΙ ΦΙΛΟΙ

                                                               
Ο σταθμός Πελοποννήσου για μένα είναι ενα κομμάτι των αναμνήσεών μου. Ποτέ δεν θα το καταλάβαινα τόσο έντονα, αν δεν πήγαινα χθες στην παράσταση της Εκάβης του Ευριπίδη, που παίζεται εκεί μέχρι την 24-7-2014, σε μετάφραση Νίκου Χουρμουζιάδη, σκηνοθεσία Βασίλη Κονταξή και χορογραφίες του αγαπητού φίλου μας Σίμωνα Πάτροκλου, που πάντα μας κάνει την τιμή και μας προσκαλεί στις καινούριες του δουλειές.
Λοιπόν ,αν δεν το ξέρετε ο σταθμός Πελοποννήσου τα τελευταία χρόνια έχει κλείσει κι έχει αφεθεί στην τύχη του...
Σαν την Τροία ,την πατρίδα της βασίλισσας Εκάβης, που κάηκε, μετά την κατάκτησή της από τους Ελληνες, ο πάλαι ποτέ επιβλητικός και μεγαλειώδης αυτός σταθμός, κομμάτι της πολιτιστικής μας κληρονομιάς και κομμάτι των πιο γλυκών μας αναμνήσεων εγκαταλείφθηκε στην τύχη του λίγο πριν την οικονομική κρίση και μετά από αυτή στη λήθη του χρόνου και της ανθρώπινης ξετσιπωσιάς.
Οταν ήταν να ταξιδέψουμε, για την Κυπαρισσία κι από εκεί για το χωριό μας την Αυλώνα, ο πατέρας μας έφερνε νωρίς στο σταθμό. Αφού τακτοποιούσε τα εισητήρια και μας αγόραζε κουλούρι με ζάχαρη ή κουλούρι με σουσάμι για το ταξίδι μας πήγαινε στο καφενείο το καλό, το γωνιακό, που είχε θέα και στο σταθμό, αλλά και στο δρόμο και μας κέρναγε πορτοκαλάδα. Εκεί μας έδινε τις τελευταίες συμβουλές για το ταξίδι, για να ακούμε τη μάνα μας, για το ένα και το άλλο.
Η πορτοκαλάδα εκείνης της εποχής δεν μου άρεσε, αλλά το καφενείο, ο κόσμος που πηγαινοερχόταν, το πρόσωπο του πατέρα, οι αχθοφόροι, το σφύριγμα του σταθμάρχη, το πολύβουο πλήθος, όλα ήταν μαγικά και θεατρικά. Υπήρχε ζωή, υπήρχε χώρα, υπήρχε μέλλον κι όποιο κι αν ήταν αυτό σου άφηνε πάνω σου τη γλυκιά ελπίδα του καλύτερου, τη βεβαιότητα, πως θα τα καταφέρεις να ταξιδέψεις ακόμη κι εσύ, που δεν είχες τα χρήματα για την πρώτη θέση των πλούσιων και των επίσημων.
Τώρα η γλυκιά γεύση σου έχει ξυνίσει στο στόμα, μαζί με τα δύο ακόμη εργοστάσια ελληνικής ζάχαρης ,της Βόρειας Ελλάδας,που κλείνουν ,γιατί άραγε ,γιατί μωρέ, ρωτάω κι απάντηση δεν παίρνω.
Ποιο πόλεμο έχασε η σύχρονη Εκάβη -Ελλάδα και δούλους μας πήρανε οι εχθροί οι αόρατοι και καλά -καλά δεν προλάβαμε να το καταλάβουμε;
Και καλά στην Τροία δέκα χρόνια πολεμούσανε, ενώ εμείς αμαχητί τη χώρα παραδώσαμε στον αφανισμό και την εξαθλίωση την οικονομική και κοινωνική και κατά πού δούλοι θα ταξιδέψουμε; Κανείς σας δεν απαντάει.
Στην ευτυχία οι φίλοι περισσεύουν ,τραγουδά ο χορός στην Εκάβη, ενώ στη δυστυχία όλοι οι φίλοι εξαφανίζονται...
Κι εμείς εδώ ακριβώς είμαστε. Χωρίς εκδίκηση καμιά να μαζεύουμε τη σκόνη του χρόνου από εγκαταλελειμένους σταθμούς.
Ο πατέρας στέκει στην άκρη της αποβάθρας του τρένου και μας χαιρετάει κουνώντας το λεπτό του χέρι.
-Σας αγαπώ, ψυθυρίζει. Μη φοβάστε, δεν θα πεθάνω. Δεν κατοικώ σε μαραμένους σταθμούς, αλλά στη ψυχή σας. Θα ξανασυναντηθούμε στην πραγματική ζωή.
ΒΙΒΗ ΓΕΩΡΓΑΚΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου